Βοηθητικός στα ιταλικά
Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accessorio, ausiliario, ausiliare, ausiliaria, ausiliari, ausiliarie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθητικός
βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, βοηθητικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- βοήθεια στα ιταλικά - assistenza, appoggio, fiancheggiare, sovvenire, aiutare, assistere, sorreggere, ...
- βοήθημα στα ιταλικά - soccorso, ausilio, assistere, aiuto, aiutare, sussidio, aiuti, ...
- βοηθός στα ιταλικά - aiutante, soccorso, collaboratore, assistente, aiuto, ausilio, sovvenire, ...
- βοηθώ στα ιταλικά - sovvenire, sussidio, assistere, assistenza, soccorso, ausilio, promuovere, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: accessorio, ausiliario, ausiliare, ausiliaria, ausiliari, ausiliarie
Μεταφράσεις: accessorio, ausiliario, ausiliare, ausiliaria, ausiliari, ausiliarie