Βοηθητικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дапаможны, дапаможная, дадатковы
Βοηθητικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθητικός

βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βοηθητικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • βοήθεια στα λευκορωσικά - спажытак, харч, спажыва, харчы, харчаванне, страва, ежа, ...
  • βοήθημα στα λευκορωσικά - дапамогу, дапамога
  • βοηθός στα λευκορωσικά - памочнік, памагаты, дапаможнік
  • βοηθώ στα λευκορωσικά - дапамажыце, памажыце, памажэце
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дапаможны, дапаможная, дадатковы