Βοηθητικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pótlólagos, segédmennyiség, kisegítő, kiegészítő, segédeszközök, segéd, járulékos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθητικός
βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βοηθητικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βοήθεια στα ουγγρικά - oszlop, talpazat, pártfogás, eltartás, segít, segíteni, segítsen, ...
- βοήθημα στα ουγγρικά - támogatás, támogatási, támogatást, támogatások, támogatásnak
- βοηθός στα ουγγρικά - helyettes, asszisztens, segéd, asszisztense, a segéd
- βοηθώ στα ουγγρικά - segít, segíteni, segítsen, segítenek, Segítségre
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: pótlólagos, segédmennyiség, kisegítő, kiegészítő, segédeszközök, segéd, járulékos
Μεταφράσεις: pótlólagos, segédmennyiség, kisegítő, kiegészítő, segédeszközök, segéd, járulékos