Αδειάζω στα αλβανικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bosh, zbrazët, e zbrazët, i zbrazët, boshe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας αλβανικά, αδειάζω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα αλβανικά - i papërvojë, axhami, papërvojë, dalë puplat, kanë dalë puplat
- αδαμαντίνη στα αλβανικά - smalt, llak, smalt të, vernik, llak me
- αδελφή στα αλβανικά - cigare, motër, motra, motra e, motrën, motrës
- αδελφός στα αλβανικά - vëlla, vëllai, vëllai i, vëllanë, vëllanë e
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: bosh, zbrazët, e zbrazët, i zbrazët, boshe
Μεταφράσεις: bosh, zbrazët, e zbrazët, i zbrazët, boshe