Αδειάζω στα εσθονικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabastama, tühi, tühjad, tühja, tühjade, tühjaks
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, αδειάζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα εσθονικά - saamatu, Kogenematu, Callow, Höyhenetön
- αδαμαντίνη στα εσθονικά - lakkima, email, emailiga, emaili, enamel, emailitud
- αδελφή στα εσθονικά - pläru, teenima, lilla, õde, õe, őde, õele
- αδελφός στα εσθονικά - vend, venna, venda, vennale
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vabastama, tühi, tühjad, tühja, tühjade, tühjaks
Μεταφράσεις: vabastama, tühi, tühjad, tühja, tühjade, tühjaks