Αδειάζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afferma, landa, tóm, tómur, tómt, autt, tæma
Αδειάζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδειάζω

αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αδειάζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδαής στα ισλανδικά - klaufalegur, Callow
  • αδαμαντίνη στα ισλανδικά - enamel, glerung, í glerung
  • αδελφή στα ισλανδικά - systir, systur, systirin
  • αδελφός στα ισλανδικά - bróðir, bróður
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afferma, landa, tóm, tómur, tómt, autt, tæma