Αδειάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scaricare, vuoto, vuota, vuoti, empty, vuote
Αδειάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδειάζω

αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αδειάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αδαής στα ιταλικά - sgraziato, impacciato, goffo, maldestro, imberbe, Callow, inesperto, ...
  • αδαμαντίνη στα ιταλικά - smalto, dello smalto, smalti, smaltato, lo smalto
  • αδελφή στα ιταλικά - sigaretta, sorella, la sorella, sorella di, sorellina
  • αδελφός στα ιταλικά - fratello, il fratello, fratello di, fratelli
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scaricare, vuoto, vuota, vuoti, empty, vuote