Αδειάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afladen, uitladen, lossen, leeg, ledig, lege, leeg is
Αδειάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδειάζω

αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδειάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδαής στα ολλανδικά - onhandig, links, onervaren, Callow, kaal, onvolwassen
  • αδαμαντίνη στα ολλανδικά - emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde
  • αδελφή στα ολλανδικά - arbeiden, sigaret, zus, zuster, zusje, zusterhotel
  • αδελφός στα ολλανδικά - kornuit, broer, makker, maat, broeder, kameraad, broertje, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afladen, uitladen, lossen, leeg, ledig, lege, leeg is