Αδειάζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пусты, пустой, пустым, пустая, пустую
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αδειάζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα λευκορωσικά - неспрактыкаваны, неопытный, нявопытны
- αδαμαντίνη στα λευκορωσικά - эмаль
- αδελφή στα λευκορωσικά - працаваць, сястра, сестра
- αδελφός στα λευκορωσικά - брат, браце
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пусты, пустой, пустым, пустая, пустую
Μεταφράσεις: пусты, пустой, пустым, пустая, пустую