Αδειάζω στα φινλανδικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jättää, poistaa, peruuttaa, kumota, tyhjentää, keventää, tyhjä, vielä tyhjä, tyhjät, tyhjiä, tyhjän
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αδειάζω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα φινλανδικά - tökerö, rähmäkäpälä, kömpelö, kehno, kokematon, Callow, höyhenetön
- αδαμαντίνη στα φινλανδικά - emali, emalji, kiilteen, kiille, kiillettä
- αδελφή στα φινλανδικά - uuvuttaa, raadanta, väsyttää, homo, savuke, raataa, rehkiä, ...
- αδελφός στα φινλανδικά - veli, broidi, velimies, veikko, kamu, Brother, veljensä, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: jättää, poistaa, peruuttaa, kumota, tyhjentää, keventää, tyhjä, vielä tyhjä, tyhjät, tyhjiä, tyhjän
Μεταφράσεις: jättää, poistaa, peruuttaa, kumota, tyhjentää, keventää, tyhjä, vielä tyhjä, tyhjät, tyhjiä, tyhjän