Αδειάζω στα ισπανικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desocupar, desembarcar, descargar, vacío, vacía, vacíos, vacías, vaciar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας ισπανικά, αδειάζω στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα ισπανικά - torpe, inexperto, imberbe, inmaduro, Callow, inexperta
- αδαμαντίνη στα ισπανικά - esmaltar, esmalte, del esmalte, el esmalte, de esmalte, esmalte de
- αδελφή στα ισπανικά - pitillo, cigarrillo, hermana, la hermana, hermana de, hermano
- αδελφός στα ισπανικά - hermano, el hermano, hermano de
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: desocupar, desembarcar, descargar, vacío, vacía, vacíos, vacías, vaciar
Μεταφράσεις: desocupar, desembarcar, descargar, vacío, vacía, vacíos, vacías, vaciar