Αδειάζω στα δανικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tom, tomme, tomt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας δανικά, αδειάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα δανικά - Callow, i Callow, af Callow, Callow &
- αδαμαντίνη στα δανικά - emalje, emaljen, enamel, emalje-
- αδελφή στα δανικά - cigaret, søster, sřster, søsters, søsteren
- αδελφός στα δανικά - bror, broder, Brother, Broder
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tom, tomme, tomt
Μεταφράσεις: tom, tomme, tomt