Αδειάζω στα νορβηγικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
losse, tom, tomt, tomme, åpne, er tom
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αδειάζω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα νορβηγικά - klosset, callow
- αδαμαντίνη στα νορβηγικά - emalje, glasur, emaljere, emaljen, emaljerte, emaljert
- αδελφή στα νορβηγικά - sigarett, søster, søsteren, søsters
- αδελφός στα νορβηγικά - bror, broren, Brother, brors
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: losse, tom, tomt, tomme, åpne, er tom
Μεταφράσεις: losse, tom, tomt, tomme, åpne, er tom