Αδειάζω στα σουηδικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lossa, avlasta, tom, tomma, tomt, är tom
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αδειάζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα σουηδικά - klumpig, drumlig, oskicklig, tafatt, callow, oerfarna, på Callow
- αδαμαντίνη στα σουηδικά - emalj, emaljen
- αδελφή στα σουηδικά - syster, systern, systers
- αδελφός στα σουηδικά - bror, broder, brodern, brors
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: lossa, avlasta, tom, tomma, tomt, är tom
Μεταφράσεις: lossa, avlasta, tom, tomma, tomt, är tom