Αδειάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tuščias, tuščia, tušti, tuščios, tuščią
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αδειάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα λιθουανικά - žalias, nepatyręs, Callow, Nepatyrimo, Nieopierzony
- αδαμαντίνη στα λιθουανικά - emalis, emalio, emaliu, emalė, emaliuoti
- αδελφή στα λιθουανικά - cigaretė, dirbti, sesuo, seserį, sesers, seseriai
- αδελφός στα λιθουανικά - bičiulis, brolis, brolį, brolio, broliui
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tuščias, tuščia, tušti, tuščios, tuščią
Μεταφράσεις: tuščias, tuščia, tušti, tuščios, tuščią