Αδειάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descarregar, vago, desocupar, vazio, vazia, vazios, vazias, branco
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδειάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα πορτογαλικά - inexperiente, implume, Callow, imaturo, imatura
- αδαμαντίνη στα πορτογαλικά - esmalte, capacitar, do esmalte, de esmalte, o esmalte, esmalte de
- αδελφή στα πορτογαλικά - lidar, cigarro, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă
- αδελφός στα πορτογαλικά - camarada, companheiro, irmão, o irmão, brother, irmăo
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: descarregar, vago, desocupar, vazio, vazia, vazios, vazias, branco
Μεταφράσεις: descarregar, vago, desocupar, vazio, vazia, vazios, vazias, branco