Αδειάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üres, üresen, az üres
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αδειάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα ουγγρικά - balkezes, zöldfülű, tapasztalatlan, Callow, éretlen
- αδαμαντίνη στα ουγγρικά - zománc, zománcozott, tűzzománc, fogzománc, zománcot
- αδελφή στα ουγγρικά - cigi, meleg, lánytestvér, nővére, húga, testvér, nővérem
- αδελφός στα ουγγρικά - öcs, fiútestvér, testvér, testvére, bátyja, testvérem, bátyám
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: üres, üresen, az üres
Μεταφράσεις: üres, üresen, az üres