Αδειάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
празен, празна, празно, празни, празната
Αδειάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδειάζω

αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αδειάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αδαής στα βουλγαρικά - неопитен, Callow, Калоу, Безсърдечният, без перушина
  • αδαμαντίνη στα βουλγαρικά - емайл, емайла, емайллак, на емайла
  • αδελφή στα βουλγαρικά - сестра, на сестра, сестрата, сестрата на
  • αδελφός στα βουλγαρικά - брат, брата, на брат, братко
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: празен, празна, празно, празни, празната