Αδειάζω στα γαλλικά

Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
évacuer, ôter, vider, débarder, supprimer, décharger, ralentir, laisser, lâcher, renoncer, déserter, déverser, libérer, débarquer, quitter, annuler, vide, vides
Αδειάζω στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδειάζω

αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας γαλλικά, αδειάζω στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • αδαής στα γαλλικά - inhabile, inepte, pataud, godiche, manchot, balourd, maladroit, ...
  • αδαμαντίνη στα γαλλικά - émail, glaçure, vernir, émailler, l'émail, émaillé, d'émail
  • αδελφή στα γαλλικά - homosexuel, éreinter, travailler, cigarette, sœur, soeur, la sœur, ...
  • αδελφός στα γαλλικά - collègue, camarade, frangin, partenaire, frère, compagnon, copain, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: évacuer, ôter, vider, débarder, supprimer, décharger, ralentir, laisser, lâcher, renoncer, déserter, déverser, libérer, débarquer, quitter, annuler, vide, vides