Αδειάζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
празни, празна, празен, празната, празните
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αδειάζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα σλαβομακεδονικά - Калоу
- αδαμαντίνη στα σλαβομακεδονικά - емајл, глеѓ, емајлот, глеѓта, емајлирани
- αδελφή στα σλαβομακεδονικά - сестра, сестрата, сестринска, сестрата на
- αδελφός στα σλαβομακεδονικά - братот, брат, братот на, брата
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: празни, празна, празен, празната, празните
Μεταφράσεις: празни, празна, празен, празната, празните