Αδειάζω στα τούρκικα

Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boş, boş bir, boþ, boşaltmak
Αδειάζω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδειάζω

αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αδειάζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αδαής στα τούρκικα - acemi, beceriksiz, hantal, toy, Callow, tüyleri bitmemiş, tecrübesiz
  • αδαμαντίνη στα τούρκικα - emaye, mine, emay, sır, enamel
  • αδελφή στα τούρκικα - sigara, kardeş, kız kardeşi, kardeşi, ablam, kızkardeşi
  • αδελφός στα τούρκικα - birader, kardeş, kardeşi, kardeşim, erkek kardeşi, kardeşin
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: boş, boş bir, boþ, boşaltmak