Αδειάζω στα γερμανικά
Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zurücktreten, resignieren, leer, leeren, leere, empty
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδειάζω
αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, αδειάζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αδαής στα γερμανικά - unbeholfen, schwerfällig, ungeschickt, unreif, Callow, unreifen, unreifer, ...
- αδαμαντίνη στα γερμανικά - glasur, emailmalerei, lack, zahnschmelz, emaille, schmelzglas, email, ...
- αδελφή στα γερμανικά - tunte, erschöpfen, kippe, schinderei, ermüden, plackerei, schwuler, ...
- αδελφός στα γερμανικά - kumpel, partner, kamerad, kumpan, bruder, freund, Bruder, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zurücktreten, resignieren, leer, leeren, leere, empty
Μεταφράσεις: zurücktreten, resignieren, leer, leeren, leere, empty