Απασχόληση στα αλβανικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punësimi, punësimit, punësim, punësimin, e punësimit
Απασχόληση στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας αλβανικά, απασχόληση στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα αλβανικά - i zënë, zënë, të zënë, e zënë, zënë duke
  • απασχολώ στα αλβανικά - i zënë, zënë, të zënë, e zënë, zënë duke
  • απατεώνας στα αλβανικά - kërrabë, kërrus, hajdut, i keq, kthesë, bisht
  • απατηλός στα αλβανικά - i fshehtë, që mund të lyhet, lyhet, të lyhet, mund të lyhet
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: punësimi, punësimit, punësim, punësimin, e punësimit