Απασχόληση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спажытак, страва, харчы, ежа, спажыва, харчаванне, пажытак, занятасць, занятасьць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχόληση
απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, απασχόληση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- απασχολημένος στα λευκορωσικά - занятай, заняты
- απασχολώ στα λευκορωσικά - занятай, заняты
- απατεώνας στα λευκορωσικά - аферыст
- απατηλός στα λευκορωσικά - праўдападобны, стварае праўдападобны
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: спажытак, страва, харчы, ежа, спажыва, харчаванне, пажытак, занятасць, занятасьць
Μεταφράσεις: спажытак, страва, харчы, ежа, спажыва, харчаванне, пажытак, занятасць, занятасьць