Απασχόληση στα ουγγρικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
foglalkoztatás, foglalkoztatási, a foglalkoztatás, foglalkoztatottság, foglalkoztatásra
Απασχόληση στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απασχόληση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα ουγγρικά - forgalmas, serény, tevékeny, elfoglalt, foglalt, elfoglalva, mozgalmas
  • απασχολώ στα ουγγρικά - elfoglalt, foglalt, forgalmas, elfoglalva, mozgalmas
  • απατεώνας στα ουγγρικά - pásztorbot, püspökbot, csaló, Crook, mindenáron, hajlatába
  • απατηλός στα ουγγρικά - álnok, kiszínezhető, színezhető, színnel kiszínezhető, kiszínezhetők
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: foglalkoztatás, foglalkoztatási, a foglalkoztatás, foglalkoztatottság, foglalkoztatásra