Απασχόληση στα τσεχικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kratochvíle, zábava, výživa, rekreace, obživa, vyražení, živobytí, zaměstnanost, zaměstnání, zaměstnanosti, pracovní, zaměstnávání
Απασχόληση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας τσεχικά, απασχόληση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα τσεχικά - čilý, činný, rušný, živý, zaneprázdněný, obsazeno, zaneprázdněn, ...
  • απασχολώ στα τσεχικά - monopolizovat, ovládnout, upoutat, zaneprázdněný, obsazeno, zaneprázdněn, zaneprázdněni, ...
  • απατεώνας στα τσεχικά - ohýbat, podfukář, háček, podvodník, ohnout, ohyb, hák, ...
  • απατηλός στα τσεχικά - zákeřný, ošidný, zrádný, záludný, klamný, podvodný, colorable
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kratochvíle, zábava, výživa, rekreace, obživa, vyražení, živobytí, zaměstnanost, zaměstnání, zaměstnanosti, pracovní, zaměstnávání