Απασχόληση στα εσθονικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajaviide, elatis, tööhõive, tööhõivet, tööhõivele, töö, töökohtade
Απασχόληση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας εσθονικά, απασχόληση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα εσθονικά - kinni, hõivatud, toimekas, kiire, tegevusterohket, kiiretes
  • απασχολώ στα εσθονικά - neelama, süüvima, hõivama, hõivatud, kinni, kiire, tegevusterohket, ...
  • απατεώνας στα εσθονικά - suli, käänak, kõverdama, kelm, krõnks, närukael, koolduma, ...
  • απατηλός στα εσθονικά - eksitav, petturlik, näiline, valelik, värvitav, värvitavad, colorable, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ajaviide, elatis, tööhõive, tööhõivet, tööhõivele, töö, töökohtade