Απασχόληση στα ισπανικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pasatiempo, mantenimiento, sustento, diversión, empleo, el empleo, de empleo, trabajo, del empleo
Απασχόληση στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας ισπανικά, απασχόληση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα ισπανικά - animado, ocupado, ocupados, ocupada, concurrida, lleno
  • απασχολώ στα ισπανικά - ocupado, ocupados, ocupada, concurrida, lleno
  • απατεώνας στα ισπανικά - curva, tramposo, ladrón, cayado, estafador, delincuente
  • απατηλός στα ισπανικά - fraudulento, falaz, engañoso, doloso, coloreable, colorable, plausible, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: pasatiempo, mantenimiento, sustento, diversión, empleo, el empleo, de empleo, trabajo, del empleo