Απασχόληση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emprego, trabalho, de emprego, o emprego, do emprego
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχόληση
απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απασχόληση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απασχολημένος στα πορτογαλικά - ocupado, agitado, ocupada, movimentada, ocupados
- απασχολώ στα πορτογαλικά - ocupado, agitado, ocupada, movimentada, ocupados
- απατεώνας στα πορτογαλικά - trafulha, trapaceiro, curva, bandido, cajado
- απατηλός στα πορτογαλικά - ilusório, colorível, plausível, tingível
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: emprego, trabalho, de emprego, o emprego, do emprego
Μεταφράσεις: emprego, trabalho, de emprego, o emprego, do emprego