Απασχόληση στα ιταλικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passatempo, sostentamento, occupazione, lavoro, dell'occupazione, l'occupazione, di lavoro
Απασχόληση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας ιταλικά, απασχόληση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα ιταλικά - diligente, occupato, occupati, affollato, occupata, impegnato
  • απασχολώ στα ιταλικά - occupato, occupati, affollato, occupata, impegnato
  • απατεώνας στα ιταλικά - svolta, curva, truffatore, imbroglione, cattive, le cattive, crook
  • απατηλός στα ιταλικά - fallace, ingannevole, plausibile, colorabile, colorable, colorabili
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: passatempo, sostentamento, occupazione, lavoro, dell'occupazione, l'occupazione, di lavoro