Απασχόληση στα σουηδικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppehälle, anställning, sysselsättning, sysselsättningen, sysselsättnings, anställnings
Απασχόληση στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας σουηδικά, απασχόληση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα σουηδικά - upptagen, hektisk, upptagna, upptaget, livliga
  • απασχολώ στα σουηδικά - texta, upptagen, hektisk, upptagna, upptaget, livliga
  • απατεώνας στα σουηδικά - kröka, krok, kurva, skurk, Crook, skurken, tjuv
  • απατηλός στα σουηδικά - bedräglig, PLAUSIBEL, färgbar, Colorable, Able, Color
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: uppehälle, anställning, sysselsättning, sysselsättningen, sysselsättnings, anställnings