Απασχόληση στα πολωνικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozrywka, utrzymanie, zatrudnienie, praca, zatrudnienia, pracy, pracę
Απασχόληση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας πολωνικά, απασχόληση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα πολωνικά - ruchliwy, czynny, zajęty, skrzętny, rojny, pracowity, zajęci, ...
  • απασχολώ στα πολωνικά - opanować, zmonopolizować, monopolizować, przywłaszczyć, pochłaniać, zajęty, pracowity, ...
  • απατεώνας στα πολωνικά - zakrzywić, kanciarz, pastorał, krzywić, garbić, haczyk, naciągacz, ...
  • απατηλός στα πολωνικά - złudny, zwodniczy, podstępny, oszukańczy, kłamliwy, szalbierski, nieuczciwy, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rozrywka, utrzymanie, zatrudnienie, praca, zatrudnienia, pracy, pracę