Απασχόληση στα ουκρανικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
живеться, розвага, зайнятість, занятість, занятость
Απασχόληση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απασχόληση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα ουκρανικά - зайнятій, хапливий, зайнятою, діловий, зайнятої, зайнята, зайнятий
  • απασχολώ στα ουκρανικά - поглинати, вглибитися, заволодівати, поглибитися, зайнятої, зайнятою, зайнята, ...
  • απατεώνας στα ουκρανικά - горбитися, крюк, аферист, шахрай, афериста
  • απατηλός στα ουκρανικά - оманний, брехливий, обманний, обманливий, правдоподібний, вірогідний, правдоподібніший, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: живеться, розвага, зайнятість, занятість, занятость