Απασχόληση στα κροατικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izdržavanje, razonoda, zabava, dokolica, život, zapošljavanje, zaposlenje, zaposlenost, zapošljavanja, zaposlenosti
Απασχόληση στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας κροατικά, απασχόληση στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα κροατικά - marljiv, zauzet, vrijedan, zaposliti, zauzeti, zauzeto, zauzeta, ...
  • απασχολώ στα κροατικά - privući, zauzeti, ovladati, obuzeti, napisati, zauzet, zauzeto, ...
  • απατεώνας στα κροατικά - prijevoj, kuka, varalica, lopov, kriminalac, pastoral
  • απατηλός στα κροατικά - nepošten, prijevarno, varljiv, neovlašten, colorable
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: izdržavanje, razonoda, zabava, dokolica, život, zapošljavanje, zaposlenje, zaposlenost, zapošljavanja, zaposlenosti