Απασχόληση στα ρουμανικά
Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trai, distracţie, ocuparea forței de muncă, ocupării forței de muncă, muncă, de muncă, angajare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχόληση
απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, απασχόληση στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- απασχολημένος στα ρουμανικά - ocupat, ocupată, ocupați, de ocupat, ocupati
- απασχολώ στα ρουμανικά - ocupat, ocupată, ocupați, de ocupat, ocupati
- απατεώνας στα ρουμανικά - criminal, curbă, escroc, îndoi, încovoia, cot, cârjă
- απατηλός στα ρουμανικά - mincinos, colorable
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: trai, distracţie, ocuparea forței de muncă, ocupării forței de muncă, muncă, de muncă, angajare
Μεταφράσεις: trai, distracţie, ocuparea forței de muncă, ocupării forței de muncă, muncă, de muncă, angajare