Απασχόληση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вработување, вработувањето, за вработување, вработеноста, вработеност
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχόληση
απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, απασχόληση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- απασχολημένος στα σλαβομακεδονικά - зафатен, зафатени, зафатена, зафатени со, е зафатен
- απασχολώ στα σλαβομακεδονικά - зафатен, зафатени, зафатена, зафатени со, е зафатен
- απατεώνας στα σλαβομακεδονικά - дупката, стап, измамник, свиокот
- απατηλός στα σλαβομακεδονικά - colorable
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вработување, вработувањето, за вработување, вработеноста, вработеност
Μεταφράσεις: вработување, вработувањето, за вработување, вработеноста, вработеност