Πεπρωμένο στα αλβανικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fat, fati, fatin, fati i, fatin e
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας αλβανικά, πεπρωμένο στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα αλβανικά - i caktuar, fundme, caktuar, e fundme, të fundme
- πεποίθηση στα αλβανικά - ide, bindje, dënimi, bindja, bindjen, dënim
- πεπτικός στα αλβανικά - që ndihmon tretjen e ushqimit, ndihmon tretjen e ushqimit, ndihmon tretjen, tretjes, ndihmon tretjen e
- περήφανος στα αλβανικά - lartë, krenar, krenarë, krenare, krenar për, krenarë për
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: fat, fati, fatin, fati i, fatin e
Μεταφράσεις: fat, fati, fatin, fati i, fatin e