Πεπρωμένο στα ουγγρικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sors, sorsát, végzet, sorsának, a sors
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πεπρωμένο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα ουγγρικά - elhatárolt, véges, a véges, véges kockázatú, végesek
- πεποίθηση στα ουγγρικά - elítélés, rábizonyítás, meggyőződés, meggyőződését, meggyőződéssel, meggyőződése
- πεπτικός στα ουγγρικά - emésztési, emésztő, emésztőtraktus
- περήφανος στα ουγγρικά - büszke, büszkék, büszkén, büszke arra
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sors, sorsát, végzet, sorsának, a sors
Μεταφράσεις: sors, sorsát, végzet, sorsának, a sors