Πεπρωμένο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destino, sorte, sina, o destino, destiny, destinos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πεπρωμένο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα πορτογαλικά - finito, finita, finitos, finitas, limitado
- πεποίθηση στα πορτογαλικά - impressão, efeito, convicção, sensação, opinião, condenação, convicção de, ...
- πεπτικός στα πορτογαλικά - digestivo, digestivos, digestiva, digestivas, aparelho digestivo
- περήφανος στα πορτογαλικά - orgulhoso, elevado, protótipo, eminente, alto, orgulhosos, orgulho, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: destino, sorte, sina, o destino, destiny, destinos
Μεταφράσεις: destino, sorte, sina, o destino, destiny, destinos