Πεπρωμένο στα σουηδικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lott, öde, ödet, bestämmelse, öden, framtid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας σουηδικά, πεπρωμένο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα σουηδικά - ändlig, finit, finita, begränsad, ändliga
- πεποίθηση στα σουηδικά - tro, övertygelse, övertygelsen, övertygelse om, fällande dom, dom
- πεπτικός στα σουηδικά - mag, matsmältnings, digestive, matsmältning
- περήφανος στα σουηδικά - högfärdig, stolt, stolta, stolta över, stolt över, stolt klubb
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: lott, öde, ödet, bestämmelse, öden, framtid
Μεταφράσεις: lott, öde, ödet, bestämmelse, öden, framtid