Πεπρωμένο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёс, судьба
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πεπρωμένο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα λευκορωσικά - канчатковы
- πεποίθηση στα λευκορωσικά - перакананне, перакананьне, перакананасць, упэўненасць
- πεπτικός στα λευκορωσικά - стрававальны, стрававальнай
- περήφανος στα λευκορωσικά - высокi, горды, ганарлівы, гордый, ганарысты
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: лёс, судьба
Μεταφράσεις: лёс, судьба