Πεπρωμένο στα νορβηγικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjebne, skjebnen, fremtid, bestemmelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας νορβηγικά, πεπρωμένο στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα νορβηγικά - finite, endelig, begrenset, endelige, bestemt
- πεποίθηση στα νορβηγικά - tro, overbevisning, overbevisning om, bevisn, bevisningen, dom
- πεπτικός στα νορβηγικά - fordøyelses, digestive, fordøyelsesenzymer, fordøyelseskanal, fordøyelsessystemet
- περήφανος στα νορβηγικά - kry, stolt, stolte, stolte av, stolte over, stolt over
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: skjebne, skjebnen, fremtid, bestemmelse
Μεταφράσεις: skjebne, skjebnen, fremtid, bestemmelse