Πεπρωμένο στα τσεχικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zhouba, smrt, záhuba, určení, osud, úděl, osudem, osudu, osudy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας τσεχικά, πεπρωμένο στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα τσεχικά - konečný, konečných, konečné, konečná, omezené
- πεποίθηση στα τσεχικά - přesvědčení, odsouzení, důvěra, mínění, usvědčení, rozsudek, představa, ...
- πεπτικός στα τσεχικά - zažívací, trávicí, digestiv, zažívací prostředek
- περήφανος στα τσεχικά - nadutý, honosný, pyšný, povýšený, hrdý, nádherný, hrdí, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zhouba, smrt, záhuba, určení, osud, úděl, osudem, osudu, osudy
Μεταφράσεις: zhouba, smrt, záhuba, určení, osud, úděl, osudem, osudu, osudy