Πεπρωμένο στα λιθουανικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
likimas, dalis, lemtis, likimą, likimo, destiny
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πεπρωμένο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα λιθουανικά - baigtinis, ribotas, baigtinių, galutinio, ribinis
- πεποίθηση στα λιθουανικά - įspūdis, tikėjimas, įsitikinimas, apkaltinamasis nuosprendis, įsitikinimu
- πεπτικός στα λιθουανικά - virškinimo, Digestive, skatina virškinimą, trupininis pyragaitis
- περήφανος στα λιθουανικά - išdidus, didžiuotis, didžiuojasi, didžiuojamės, didžiuojuosi
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: likimas, dalis, lemtis, likimą, likimo, destiny
Μεταφράσεις: likimas, dalis, lemtis, likimą, likimo, destiny