Πεπρωμένο στα ισλανδικά

Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afdrif, örlög, Destiny, örlögin, hlutskipti, örlögum
Πεπρωμένο στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο

πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πεπρωμένο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πεπερασμένος στα ισλανδικά - endanlegt, tímabundið, endanlega, endanleg, endanlegri
  • πεποίθηση στα ισλανδικά - trú, sannfæring, sannfæringu, sakfellingar, sakfelling, með sakfellingu
  • πεπτικός στα ισλανδικά - meltingarörvandi, meltingar, Meltingarvegi, meltingaröryggi
  • περήφανος στα ισλανδικά - stoltur, hrey, hróðugur, metnaðarfullur, stolt, stolt af, stoltir, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afdrif, örlög, Destiny, örlögin, hlutskipti, örlögum