Πεπρωμένο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдба, съдбата, съдбата си, съдбата на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πεπρωμένο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα βουλγαρικά - ограничен, краен, крайни, крайно, определен
- πεποίθηση στα βουλγαρικά - вера, осъждане, убеждение, присъда, убеждението
- πεπτικός στα βουλγαρικά - храносмилателен, който спомага храносмилането, храносмилателната, храносмилателни, на стомашния
- περήφανος στα βουλγαρικά - горд, горди, гордеем, горда, гордея
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съдба, съдбата, съдбата си, съдбата на
Μεταφράσεις: съдба, съдбата, съдбата си, съдбата на