Πεπρωμένο στα ιταλικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destino, sorte, fato, il destino, destini, sorti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας ιταλικά, πεπρωμένο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα ιταλικά - finito, finita, finiti, definita, limitata
- πεποίθηση στα ιταλικά - fede, condanna, convinzione, convincimento, la convinzione, convinto
- πεπτικός στα ιταλικά - digestivo, digestivi, digerente, digestive, digestiva
- περήφανος στα ιταλικά - orgoglioso, fiero, orgogliosi, orgogliosa, fieri
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: destino, sorte, fato, il destino, destini, sorti
Μεταφράσεις: destino, sorte, fato, il destino, destini, sorti