Πεπρωμένο στα ισπανικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suerte, destino, fatalidad, sino, azar, el destino, destinos, destino de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας ισπανικά, πεπρωμένο στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα ισπανικά - finito, finita, finitos, finitas, limitado
- πεποίθηση στα ισπανικά - creencia, convencimiento, credo, crédito, fe, condena, convicción, ...
- πεπτικός στα ισπανικά - alimentario, alimenticio, digestivo, digestivos, digestiva, digestivas, digestive
- περήφανος στα ισπανικά - altanero, soberbio, orgulloso, orgullosos, orgullosa, enorgullece, orgullo
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: suerte, destino, fatalidad, sino, azar, el destino, destinos, destino de
Μεταφράσεις: suerte, destino, fatalidad, sino, azar, el destino, destinos, destino de