Προσωπικά στα αλβανικά
Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
personalisht, personalisht të, personale, personalisht e, vetë
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικά
προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας αλβανικά, προσωπικά στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- προσχώρηση στα αλβανικά - aderim, hyrje, pranimi, aderimit, anëtarësimi, aderimi
- προσωπείο στα αλβανικά - maskë, maskuar, të maskuar, maskojnë, mask
- προσωπικό στα αλβανικά - fakultet, personel, stafi, personeli, stafi i, personeli i, stafit të
- προσωπικός στα αλβανικά - personal, personale, personale të, personale e, vetjake
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: personalisht, personalisht të, personale, personalisht e, vetë
Μεταφράσεις: personalisht, personalisht të, personale, personalisht e, vetë