Προσωπικά στα ισλανδικά

Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
persónulega, sjálfur, persónulegra, persónulega að
Προσωπικά στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικά

προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προσωπικά στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσχώρηση στα ισλανδικά - aðild, inngöngu, aðild til vörslu, aðildarskjal
  • προσωπείο στα ισλανδικά - gríma, dulið, hylja, falið, mask
  • προσωπικό στα ισλανδικά - manna, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna
  • προσωπικός στα ισλανδικά - persónulega, persónuleg, persónulegar, Personal, persónulegt
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: persónulega, sjálfur, persónulegra, persónulega að